μέσα

μέσα
Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου.
* * *
(I)
μέσα και μεσά, τὸ (Μ)
το τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»].
————————
(II)
η
(γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη άνω επιφάνεια και μία ή περισσότερες απότομες πλευρές.
————————
(III)
και μες και μέσ' (Μ μέσα και μέσ') επίρρ.
1. (για στάση ή κίνηση) στο εσωτερικό ή προς το εσωτερικό (α. «βάλε τα βιβλία μέσα στο συρτάρι» β. «βγήκε μέσ' από το δωμάτιο» γ. «μες την υπόγεια την ταβέρνα...», Βάρναλ.)
2. (με άρθρ. ως ουσ.) ο, η και το, τα μέσα
ο εσώτερος ή ο εσωτερικός (α. «τα μέσα τού σακακιού μου χρειάζονται άλλαγμα» β. «ο μέσα μας κόσμος» — τα μύχια, ο ψυχικός μας κόσμος
γ. «τα μέσα μου» — τα σπλάγχνα μου, τα εντόσθια μου, τα σωθικά μου)
3. φρ. α) «λέω [ή μιλώ] μέσα μου [ή από μέσα μου]» — σκέπτομαι, συλλογίζομαι χωρίς να μιλώ ή μιλώ σιγά, ψιθυριστά
β) «κόβω ή κάνω μέσα'ς δύο» — διχοτομώ, κόβω σε δύο κομμάτια ή στη μέση
γ) «τό κρατώ [ή τό φυλάω] [ή το έχω] μέσα μου» — κρατώ κάτι στον νου μου, κρατώ κάτι κρυφό, μυστικό
4. κατά τη διάρκεια («μάς ήρθε για επίσκεψη μέσ' στο μεσημέρι»)
5. λέγεται για δήλωση προθεσμίας πριν από την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος («θα πλουτίσω μέσα σε δύο χρόνια»)
6. στο μέσο μιας χρονικής περιόδου («γυρίζει χωρίς παλτό μέσ' στην καρδιά τού χειμώνα»)
7. ανάμεσα, μεταξύ («μπήκε μέσα στο ζευγάρι»)
νεοελλ.
φρ. α) «έχει τον διάολο μέσα του» — είναι δαιμονισμένος, δηλαδή παμπόνηρος ή πολύ ικανός
β) «τό 'χει μέσα του» — τού είναι έμφυτο ή φυσικό
γ) «τόν βάλαν μέσα» — τόν φυλάκισαν ή τόν έκαναν να χάσει χρήματα σε επιχείρηση ή σε δάνειο επισφαλές
δ) «μπαίνω μέσα» — ζημιώνομαι σε κάποια επιχείρηση ή χάνω σε χαρτοπαίγνιο
ε) «είμαι στα μέσα και στα έξω»
i) έχω μεγάλη ισχύ και επιρροή
ii) μέ περιβάλλουν με απόλυτη εμπιστοσύνη
μσν.
φρ. α) «μέσα στὸ πρόσωπό μου» — κατάμουτρα, μπροστά στα μάτια μου
β) «ἔχω λόγο μέσα μου» — έχω τον νου μου, προσέχω, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος. Από το επίρρ. μέσα, με αποβολή τού -α όταν ακολουθούσε λ. που άρχιζε από α- (μέσα από), μέσ' από, προήλθε ο συγκεκομμένος τ. μες(= μέσ*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”